- ὑμνολογίας
- ὑμνολογίᾱς , ὑμνολογίαhymn-singingfem acc plὑμνολογίᾱς , ὑμνολογίαhymn-singingfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπανός — (I) ή, ό / σπανός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει αραιές ή δεν έχει καθόλου τρίχες στο πρόσωπό του (α. «ήταν γέρος και σπανός και άσχημος» β. «τὸ εἶδος αὐτοῡ... σπανόν, ἐπὶ τοῡ χείλους μόνον ἔχων τρίχας, καὶ εἰς τὸ ἄκρον τοῡ πώγωνος», Παλλάδ.) νεοελλ … Dictionary of Greek
Αμαρτωλού παράκλησις — Ποίημα του 12ου αι. Αναφέρεται στην πάλη ανάμεσα στο πάθος και στον πόθο της αρετής. Αποτελείται από 16 ανομοιοκατάληκτους στίχους και είναι γραμμένο στην κοινή, με επίδραση της εκκλησιαστικής υμνολογίας της βυζαντινής εποχής … Dictionary of Greek
βυζαντινολογία ή βυζαντιολογία — Επιστήμη που ασχολείται με την ιστορία και τον πολιτισμό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Άρχισε να αναπτύσσεται τον 19o αι. και περιλαμβάνει: τον κλάδο της θεολογίας, που ασχολείται με την έρευνα της δογματικής, της συμβολικής, της λειτουργικής,… … Dictionary of Greek
τετραώδιον — Όρος της εκκλησιαστικής υμνολογίας. Πρόκειται για κανόνα που αποτελείται από 4 ωδές. Τ. έγραψαν οι Κοσμάς ο Αγιοπολίτης, Μαϊουμάς, Ιωσήφ ο Στουδίτης και Θεόδωρος ο Στουδίτης … Dictionary of Greek